ἀγγελικός

ἀγγελικός
ἀγγελικός, ή, όν (Pollux 4, 103) pertaining to a heavenly messenger, angelic (τῇ ἀ. διαλέκτῳ TestJob 48:3; τῆς ἀ. στρατιᾶς Just., A I, 52, 3; Theosophien 14 p. 170, 11; Hierocles 2, 423; Proclus on Pla., Rep., index Kroll; schol. on Pla. 216a; Simplicius in Epict. p. 42, 53 ἀρεταὶ ἀγγελικαί; 45, 54; 80, 7) τοποθεσίαι ἀ. places of the angels ITr 5:2. φοβοῦμαι μήπως ἀγγελικόν ‹ἐστιν τὸ› ἐν ἑαυτῇ I fear lest that which is in her is of angelic parentage GJs 14:1 deStrycker (cp. Gen 6:1, 4; En 106:6, 12; Jubilees 5:1–12).—JBartlet’s restoration Ox 1081, 34 is untenable (SJCh 90, 12 reads ἀγένητος [s. ἀγέννητος]).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγγελικός, -ή, -ό — και αγγελίσιος, ια, ιο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άγγελο. 2. ωραίος σαν άγγελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγγελικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγελικά — ἀγγελικός of neut nom/voc/acc pl ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc/acc dual ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικῶν — ἀγγελικός of fem gen pl ἀγγελικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικόν — ἀγγελικός of masc acc sg ἀγγελικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαῖς — ἀγγελικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαί — ἀγγελικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖς — ἀγγελικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσι — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσιν — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”